- εὐπέδιος
- εὐ-πέδιος, mit guter Ebene, gutem Boden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπέδιος — εὐπέδιος, ον, και μτγν. ποιητ. τ. τού θηλ. εὐπεδιάς (Α) (για χώρα) αυτός που έχει καλές πεδιάδες, καλό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεδίον (< πέδον «έδαφος»)] … Dictionary of Greek